- ορθοτροπισμός
- ο бот. развитие растений в вертикальном направлении, рост вверх
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορθοτροπισμός — ο η κατά κατακόρυφη διεύθυνση ανάπτυξη τών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthotropism < ορθ(ο) * + τρόπος + ισμός*] … Dictionary of Greek
ορθοτροπισμός — ο η κατακόρυφη ανάπτυξη των φυτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθοτροπία — η (Μ ὀρθοτροπία) νεοελλ. ο ορθοτροπισμός μσν. ο ευθύς χαρακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τροπία (< τροπος < τρόπος), πρβλ. κακο τροπία] … Dictionary of Greek